- ὀρεκτόν
- ὀρεκτόςstretched outmasc acc sgὀρεκτόςstretched outneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορεκτός — ὀρεκτός, ή, όν (ΑΜ) [ορέγω] επιθυμητός αρχ. 1. αυτός που εκτείνεται, που απλώνεται («ὀρεκτῇσιν μελίῃσιν» με ακόντια με τα οποία μπορεί κανείς να φθάσει τον εχθρό από κοντά, δηλ. προτείνοντάς τα από κοντά, όχι ρίχνοντάς τα από μακριά, Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория … Православная энциклопедия